τανυπρώρους

τανυπρώρους
τανύπρωρος
with long prow
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τανύπρωρος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει μεγάλη πλώρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «τανυπρῴρους τὰς καλύπτρας διὰ τὸ περὶ τὸ πρόσωπον περιτετάσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. καλλί πρῳρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”